ζημία

ζημία
ζημία, [dialect] Dor. [full] ζᾱμία (SIG239Diii5 (Delph., iv B.C.), etc., later [full] σαμία Delph.3(1).342 (ii B.C.), cf. ταμία, ἀττάμιος), ,
A loss, damage, Epich. 148; opp. κέρδος, Lys.7.12, Pl.Lg.835b, Arist.EN1132b12; ζημίαν or -ίας λαβεῖν to sustain loss, S.Fr.807, D.11.11;

ζ. ποιεῖν Ar.Pl.1124

;

ζ. ἐργάζεσθαι Is.6.20

(unless in signf. 1.2);

ζ. φέρειντῇ πόλει Pl.Lg.

l.c.; ζ. εἶναι νομίζειν consider as loss, Isoc.3.50, Is.7.23;

ζ. πλείονα ὑπομένειν τῆς τιμῆς PFlor.142.8

(iii A.D.).
2 ζ. ἐργάζεσθαι, of a slave, be guilty of a delict, Is.6.20 (v. supr.), Hyp.Ath.22.
II penalty in money, fine,

ζημίην ἀποτίνειν Hdt.2.65

, cf. PHal.1.195 (iii B.C.);

ἐκτίνειν Pl. Lg.774e

;

ἱρὴν ζ. ὀφείλειν Hdt.3.52

;

ζ. καταβάλλειν D.24.83

, cf. SIG l.c.;

μετὰ . . χρημάτων ζημίας Pl.Lg.862d

;

ζ. ἐπέκειτο στατήρ Th.3.70

;

ζημίαν ὀφείλειν τάλαντον Plu.Lys.27

;

τῆς ζ. ἀφεθῆναι Id.Arist.4

.
2 generally, penalty,

ζ. ἐπιτιθέναι τινί Hdt.1.144

;

ζ. ἔπεστί τινι Id.2.136

;

πρόσκειταί τινι X.Vect.4.21

;

γλώσσῃ ζ. προστρίβεται A.Pr. 331

, cf. 384; with the penalty added, θάνατον ζ. ἐπιθέσθαι, προθεῖναι, τάξαι, to make death the penalty, Th.2.24
, 3.44, D.20.135;

θάνατος ἡ ζ. ἐπίκειται Hdt.2.38

, cf. 65; but ἐφ' οἷς . . θάνατος ἡ ζ. Pl.Prt.325b: in pl.,

θανάτου ζημίαι πρόκεινται Th.3.45

(v.l.): c. gen. criminis, ζ. ἀδικίας penalty for . . , Pl.Tht.176d, cf. Lg.860e (pl.).
b simply, expense, SIG717.81 (ii/i B.C.), PLond.5.1660.10, 1674.23 (pl., vi A.D.).
III of what is bought too dearly, a bad bargain, a dead loss, X.Mem.2.3.2: usu. with Adj.,

φανερὰ ζᾱμία Ar.Ach.737

; καθαρὰ ζ., λαμπρὰ ζ., Alciphr.3.21
,38, cf. Alex.56.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …   Dictionary of Greek

  • ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίαις — ζημία loss fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”